συνεικάζω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_3) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεικάζω''': [[συγκρίνω]], [[συμπαραβάλλω]], Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β. | |lstext='''συνεικάζω''': [[συγκρίνω]], [[συμπαραβάλλω]], Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εικάζω]], [[συμπεραίνω]] [[κάτι]] από τα δεδομένα<br /><b>2.</b> [[μιμούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἰκάζω]] «[[συμπεραίνω]], [[παρομοιάζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A bring into the estimate, Ptol.Tetr.120. II copy, mimic, Ath.9.391b.
German (Pape)
[Seite 1010] zusammen vergleichen, ähnlich machen, Ath. IX, 391 b.
Greek (Liddell-Scott)
συνεικάζω: συγκρίνω, συμπαραβάλλω, Πτολ. Τετράβ. 3. 120. ΙΙ. ἀπομιμοῦμαι, Ἀθήν. 391Β.
Greek Monolingual
Α
1. εικάζω, συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα
2. μιμούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰκάζω «συμπεραίνω, παρομοιάζω»].