συνεδριάζω: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(6_3) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεδριάζω''': [[συνεδρεύω]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε. | |lstext='''συνεδριάζω''': [[συνεδρεύω]], Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[συνεδρία]]<br />[[συμμετέχω]] σε [[σύσκεψη]], [[συγκροτώ]] [[συνεδρία]] (α. «η [[βουλή]] θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ [[δικαστήριον]] συνεδριάζει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ συνεδριασθέντα</i><br />οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A = συνεδρεύω, LXX Pr.3.32.
German (Pape)
[Seite 1010] = συνεδρεύω, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδριάζω: συνεδρεύω, Ἑβδ. (Παροιμ. Γ΄, 32), Ἐκκλ.· τινι, μετά τινος, Φωτ. Βιβλ. 480. 28· ― τὰ συνεδριασθέντα, τὰ ἐν συνεδρίᾳ ψηφισθέντα, βασιλικῷ κράτει συνεδριασθέντα Θεόδ. Στουδ. 461Ε.
Greek Monolingual
ΝΜΑ συνεδρία
συμμετέχω σε σύσκεψη, συγκροτώ συνεδρία (α. «η βουλή θα συνεδριάσει την ερχόμενη Πέμπτη» β. «τὸ δικαστήριον συνεδριάζει», Φώτ.)
αρχ.
(το ουδ. της παθ. μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συνεδριασθέντα
οι αποφάσεις, τα ψηφίσματα συνεδρίου.