συνεκφύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_20) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεκφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι [[ὁμοῦ]], Φιλόστρ. 852. | |lstext='''συνεκφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι [[ὁμοῦ]], Φιλόστρ. 852. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[μαζί]] («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ίδια]] [[καταγωγή]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκφύομαι</i> «[[φυτρώνω]], γεννιέμαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass. with aor. 2 Act.,
A to be born together, Philostr.Im.2.27; have its origin with, Gal.18(2).941, Ruf.Anat. 38.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι ὁμοῦ, Φιλόστρ. 852.
Greek Monolingual
Α
1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)
2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»].