στυλίτης: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῡλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος ἢ κατοικῶν ἐπὶ στύλου, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 13 (ἐν τῇ ἐπιγρ.), πρβλ. 5. 21· - ἐπίθετ. στυλιτικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτω. 97. 78, κτλ. | |lstext='''στῡλίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος ἢ κατοικῶν ἐπὶ στύλου, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 13 (ἐν τῇ ἐπιγρ.), πρβλ. 5. 21· - ἐπίθετ. στυλιτικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτω. 97. 78, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν<br />(<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>οι στυλίτες</i><br /><b>εκκλ.</b> ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν [[πάνω]] σε στύλους [[κατά]] το [[υπόδειγμα]] του οσίου Συμεών του Στυλίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν<br />(<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>οι στυλίτες</i><br /><b>εκκλ.</b> ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν [[πάνω]] σε στύλους [[κατά]] το [[υπόδειγμα]] του οσίου Συμεών του Στυλίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν<br />(<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>οι στυλίτες</i><br /><b>εκκλ.</b> ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν [[πάνω]] σε στύλους [[κατά]] το [[υπόδειγμα]] του οσίου Συμεών του Στυλίτη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῦλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A standing or dwelling on a pillar, Suid.: fem. -ίτισσα Stud.Pont.3.134 (Amasia).
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, tem. στυλῖτις, ιδος, zu einer Säule gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στῡλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἱστάμενος ἢ κατοικῶν ἐπὶ στύλου, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 13 (ἐν τῇ ἐπιγρ.), πρβλ. 5. 21· - ἐπίθετ. στυλιτικός, ή, όν, Εὐστ. Πονημάτω. 97. 78, κτλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν
(ιδίως στον πληθ.) οι στυλίτες
εκκλ. ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν πάνω σε στύλους κατά το υπόδειγμα του οσίου Συμεών του Στυλίτη
μσν.-αρχ.
αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και θηλ. στυλίτισσα Ν
(ιδίως στον πληθ.) οι στυλίτες
εκκλ. ασκητές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ασκήτευαν πάνω σε στύλους κατά το υπόδειγμα του οσίου Συμεών του Στυλίτη
μσν.-αρχ.
αυτός που ζει μόνιμα ή προσωρινά σε στύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].