στύρακας: Difference between revisions
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[στύραξ]], -ακος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στύραξ]] Ν και θηλ. [[στύραξ]], ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην [[οικογένεια]] στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]] το οποίο χρησιμεύει ως [[θυμίαμα]] μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>δόν</i>-<i>αξ</i>, <i>ὄμφ</i>-<i>αξ</i>, <i>σμῖλ</i>-<i>αξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, [[αφού]] η [[ρητίνη]] του δένδρου [[αυτού]] έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η [[σύνδεση]], όμως, με το εβρ. <i>sor</i><i>ī</i> «[[ρητίνη]] ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[στύραξ]], -ακος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στύραξ]] Ν και θηλ. [[στύραξ]], ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην [[οικογένεια]] στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]] το οποίο χρησιμεύει ως [[θυμίαμα]] μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>δόν</i>-<i>αξ</i>, <i>ὄμφ</i>-<i>αξ</i>, <i>σμῖλ</i>-<i>αξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, [[αφού]] η [[ρητίνη]] του δένδρου [[αυτού]] έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η [[σύνδεση]], όμως, με το εβρ. <i>sor</i><i>ī</i> «[[ρητίνη]] ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=ο / [[στύραξ]], -ακος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στύραξ]] Ν και θηλ. [[στύραξ]], ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην [[οικογένεια]] στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]] το οποίο χρησιμεύει ως [[θυμίαμα]] μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>δόν</i>-<i>αξ</i>, <i>ὄμφ</i>-<i>αξ</i>, <i>σμῖλ</i>-<i>αξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, [[αφού]] η [[ρητίνη]] του δένδρου [[αυτού]] έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η [[σύνδεση]], όμως, με το εβρ. <i>sor</i><i>ī</i> «[[ρητίνη]] ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο / στύραξ, -ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι
αρχ.
(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες κόμμι το οποίο χρησιμεύει ως θυμίαμα μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (πρβλ. δόν-αξ, ὄμφ-αξ, σμῖλ-αξ). Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, αφού η ρητίνη του δένδρου αυτού έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η σύνδεση, όμως, με το εβρ. sorī «ρητίνη ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monolingual
ο / στύραξ, -ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι
αρχ.
(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες κόμμι το οποίο χρησιμεύει ως θυμίαμα μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (πρβλ. δόν-αξ, ὄμφ-αξ, σμῖλ-αξ). Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, αφού η ρητίνη του δένδρου αυτού έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η σύνδεση, όμως, με το εβρ. sorī «ρητίνη ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή].