συγκαταβατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(39)
(39)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταβᾰτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.
|lstext='''συγκαταβᾰτικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταβατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκατάβασις]]<br /><b>1.</b> [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], [[ήπιος]]<br /><b>2.</b> [[καταδεκτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[συγκατάβαση]], αυτός που ενέχει [[συγκατάβαση]] («συγκαταβατική [[λύση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταβατικώς</i> / <i>συγκαταβατικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συγκαταβατικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συγκαταβατικό, με [[συγκατάβαση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταβατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκατάβασις]]<br /><b>1.</b> [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], [[ήπιος]]<br /><b>2.</b> [[καταδεκτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[συγκατάβαση]], αυτός που ενέχει [[συγκατάβαση]] («συγκαταβατική [[λύση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταβατικώς</i> / <i>συγκαταβατικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συγκαταβατικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συγκαταβατικό, με [[συγκατάβαση]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταβατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκατάβασις]]<br /><b>1.</b> [[επιεικής]], [[ενδοτικός]], [[ήπιος]]<br /><b>2.</b> [[καταδεκτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[συγκατάβαση]], αυτός που ενέχει [[συγκατάβαση]] («συγκαταβατική [[λύση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταβατικώς</i> / <i>συγκαταβατικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συγκαταβατικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο συγκαταβατικό, με [[συγκατάβαση]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, herablassend, sich bequemend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβᾰτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκατάβασις
1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος
2. καταδεκτικός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»).
επίρρ...
συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και συγκαταβατικά Ν
κατά τρόπο συγκαταβατικό, με συγκατάβαση.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκαταβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκατάβασις
1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος
2. καταδεκτικός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»).
επίρρ...
συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και συγκαταβατικά Ν
κατά τρόπο συγκαταβατικό, με συγκατάβαση.