συγκατατρίβω: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατατρίβω''': [ῑ], [[κατατρίβω]] [[ὁμοῦ]], Πλουτ. Κλεομ. 26.
|lstext='''συγκατατρίβω''': [ῑ], [[κατατρίβω]] [[ὁμοῦ]], Πλουτ. Κλεομ. 26.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συντρίβω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρίβω]] «[[τρίβω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συντρίβω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρίβω]] «[[τρίβω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]]»].
|mltxt=Α<br />[[συντρίβω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατατρίβω]] «[[τρίβω]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρίβω Medium diacritics: συγκατατρίβω Low diacritics: συγκατατρίβω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: synkatatríbō Transliteration B: synkatatribō Transliteration C: sygkatatrivo Beta Code: sugkatatri/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A waste completely, Plu.Cleom.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit auftreiben, καὶ διαφθεῖραι τὸν καρπόν, Plut. Cleom. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρίβω: [ῑ], κατατρίβω ὁμοῦ, Πλουτ. Κλεομ. 26.

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].