συγκοιμητής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοιμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί. | |lstext='''συγκοιμητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[συγκοιμῶμαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σύνευνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συγκοιμῶμαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σύνευνος]]. | |mltxt=ὁ, Α [[συγκοιμῶμαι]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[σύνευνος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.
German (Pape)
[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.