συγκρημνίζω: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρημνίζω''': [[κατακρημνίζω]] [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 8. 34, 7.
|lstext='''συγκρημνίζω''': [[κατακρημνίζω]] [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 8. 34, 7.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] κάποιον στον γκρεμό [[μαζί]] με άλλον, [[κατακρημνίζω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] κάποιον στον γκρεμό [[μαζί]] με άλλον, [[κατακρημνίζω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
|mltxt=Α<br />[[ρίχνω]] κάποιον στον γκρεμό [[μαζί]] με άλλον, [[κατακρημνίζω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρημνίζω Medium diacritics: συγκρημνίζω Low diacritics: συγκρημνίζω Capitals: ΣΥΓΚΡΗΜΝΙΖΩ
Transliteration A: synkrēmnízō Transliteration B: synkrēmnizō Transliteration C: sygkrimnizo Beta Code: sugkrhmni/zw

English (LSJ)

   A throw down a precipice together, Plb.8.32.7.

German (Pape)

[Seite 969] mit, zugleich, zusammen herunterstürzen, Pol. 8, 34, 7.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρημνίζω: κατακρημνίζω ὁμοῦ, Πολύβ. 8. 34, 7.

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].

Greek Monolingual

Α
ρίχνω κάποιον στον γκρεμό μαζί με άλλον, κατακρημνίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρημνίζω (< κρημνός «γκρεμός»)].