συγκυριότητα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα του συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον
2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό της αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκύριος. Η λ., στον λόγιο τ. συγκυριότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα του συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον
2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό της αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκύριος. Η λ., στον λόγιο τ. συγκυριότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].