σύμβωμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />adoré sur le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βωμός]].
|btext=ος, ον :<br />adoré sur le même autel.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βωμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βωμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὁμό</i>-<i>βωμος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βωμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὁμό</i>-<i>βωμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βωμός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὁμό</i>-<i>βωμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβωμος Medium diacritics: σύμβωμος Low diacritics: σύμβωμος Capitals: ΣΥΜΒΩΜΟΣ
Transliteration A: sýmbōmos Transliteration B: symbōmos Transliteration C: symvomos Beta Code: su/mbwmos

English (LSJ)

ον,

   A sharing the altar, worshipped on a common altar, θεοί Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.), SIG1126.5 (Delos, ii/i B.C.), CIG 2230 (Chios), Str.11.8.4, etc., cf. σύνναος; σ. τινί Trag.Adesp.143, Plu.2.492c.

German (Pape)

[Seite 980] auf einem Altar zugleich verehrt, Plut. frat. am. E. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβωμος: -ον, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ βωμῷ λατρευόμενος, θεοὶ Στράβ. 512· σύμβωμός ἐστιν Ἰόλαος αὐτῷ (δηλ. τῷ Ἡρακλεῖ) Πλούτ. 2. 492C, κτλ.· πρβλ. σύνναος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adoré sur le même autel.
Étymologie: σύν, βωμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βωμος (< βωμός), πρβλ. ὁμό-βωμος].

Greek Monolingual

-ον, Α
(για θεό) αυτός που λατρεύεται στον ίδιο βωμό μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βωμος (< βωμός), πρβλ. ὁμό-βωμος].