συγκατεργάζομαι: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> aider : τινι qqn ; [[τι]] en qch ; τινί [[τι]] qqn à faire qch;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> aider à conquérir un pays.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεργάζομαι]]. | |btext=<b>1</b> aider : τινι qqn ; [[τι]] en qch ; τινί [[τι]] qqn à faire qch;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> aider à conquérir un pays.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατεργάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον στην [[επιτέλεση]] έργου, [[συνεργώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] στην [[υποδούλωση]] χώρας<br /><b>4.</b> [[φονεύω]] [[μαζί]] με κάποιον («σὺ δὲ [[τέκνα]] τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», <b>Ευρ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον στην [[επιτέλεση]] έργου, [[συνεργώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] στην [[υποδούλωση]] χώρας<br /><b>4.</b> [[φονεύω]] [[μαζί]] με κάποιον («σὺ δὲ [[τέκνα]] τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=Α [[κατεργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον στην [[επιτέλεση]] έργου, [[συνεργώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] στην [[υποδούλωση]] χώρας<br /><b>4.</b> [[φονεύω]] [[μαζί]] με κάποιον («σὺ δὲ [[τέκνα]] τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
A help or assist any one in achieving, τῷ Κύρῳ τὴν βασιληΐην Hdt.1.162, cf. E.Or.33; τὸ πᾶν ξ. Th.1.132: c. dat. only, aid, assist, Hdt.2.154, 8.142. 2 help to conquer a country, Plu.Pyrrh.18. 3 join in murdering, E.HF1024 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 966] mit, zugleich, zusammen vollbringen, ὃς ἡμῖν συγκατείργασται τάδε, Eur. Or. 33; to, τινί τι, z. V. τὲν βασιληΐην, Her. 1, 162. 2, 154; συγκατείργασμαι ὑμῖν τὰ κάλλιστα τῶν ἔργων, Pol. 22, 4, 4; beistehen, τινί, Her. 8, 142; Thuc. 1, 132; Xen. An. 7, 7, 25 u. Sp., wie Cass. 57, 19; zugleich mit umbringen, tödten, τέκνα λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ, Eur. Herc. fur. 1024.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι· παθητ. πρκμ. -είργασμαι· ἀποθ. Βοηθῶ τινα εἰς ἐπιτέλεσιν ἔργου, συνεργῶ, σ. τινι τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 1. 162, Εὐρ. Ὀρ. 33· τὸ πᾶν ξ. Θουκ. 1. 132· μετὰ μόνης δοτικ., εἶμαι χρήσιμος εἴς τινα, βοηθῶ τινα, ἐπικουρῶ, Ἡρόδ. 2. 154., 8. 142, κτλ. 2) βοηθῶ εἰς τὴν καθυπόταξιν χώρας, Πλουτ. Πύρρ. 18. 3) φονεύω ὁμοῦ ἢ μετά τινος, βοηθῶ ἢ συνεργῶ εἰς τὸν φόνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1024.
French (Bailly abrégé)
1 aider : τινι qqn ; τι en qch ; τινί τι qqn à faire qch;
2 particul. aider à conquérir un pays.
Étymologie: σύν, κατεργάζομαι.
Greek Monolingual
Α κατεργάζομαι
1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ
2. βοηθώ, συντρέχω
3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας
4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.).
Greek Monolingual
Α κατεργάζομαι
1. βοηθώ κάποιον στην επιτέλεση έργου, συνεργώ
2. βοηθώ, συντρέχω
3. συνεργώ στην υποδούλωση χώρας
4. φονεύω μαζί με κάποιον («σὺ δὲ τέκνα τρίγονα τεκόμενος,... λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ», Ευρ.).