σύμμηρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμμηρος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς μηροὺς κεκλεισμένους, μηροὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.
|lstext='''σύμμηρος''': -ον, ὁ ἔχων τοὺς μηροὺς κεκλεισμένους, μηροὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν [[κλίση]] [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μηρος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν [[κλίση]] [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μηρος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν [[κλίση]] [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μηρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μηρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμηρος Medium diacritics: σύμμηρος Low diacritics: σύμμηρος Capitals: ΣΥΜΜΗΡΟΣ
Transliteration A: sýmmēros Transliteration B: symmēros Transliteration C: symmiros Beta Code: su/mmhros

English (LSJ)

ον,

   A with the thighs closed, μηροὶ σ. Hp.Art.77, Hippiatr. 14; = compernis, Gloss.

German (Pape)

[Seite 982] mit zusammen od. nahe an einander stoßenden Schenkeln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμηρος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς μηροὺς κεκλεισμένους, μηροὶ σ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός του οποίου οι μηροί παρουσιάζουν κλίση προς τα μέσα, ραιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μηρος (< μηρός), πρβλ. ἔμ-μηρος].