συμπαράταξη: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η / [[συμπαράταξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συμπαρατάσσω]]<br />η [[μαζί]] με άλλους [[παράταξη]], [[ιδίως]] σε αγώνα ή σε [[μάχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνεργασία]], άτυπη [[συμμαχία]] («η [[συμπαράταξη]] τών κομμάτων της αντιπολίτευσης [[εναντίον]] της κυβέρνησης»).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συμπαράταξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συμπαρατάσσω]]<br />η [[μαζί]] με άλλους [[παράταξη]], [[ιδίως]] σε αγώνα ή σε [[μάχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνεργασία]], άτυπη [[συμμαχία]] («η [[συμπαράταξη]] τών κομμάτων της αντιπολίτευσης [[εναντίον]] της κυβέρνησης»).
|mltxt=η / [[συμπαράταξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συμπαρατάσσω]]<br />η [[μαζί]] με άλλους [[παράταξη]], [[ιδίως]] σε αγώνα ή σε [[μάχη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνεργασία]], άτυπη [[συμμαχία]] («η [[συμπαράταξη]] τών κομμάτων της αντιπολίτευσης [[εναντίον]] της κυβέρνησης»).
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).

Greek Monolingual

η / συμπαράταξις, -άξεως, ΝΜΑ συμπαρατάσσω
η μαζί με άλλους παράταξη, ιδίως σε αγώνα ή σε μάχη
νεοελλ.
συνεργασία, άτυπη συμμαχία («η συμπαράταξη τών κομμάτων της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης»).