συνακτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, [[ὕδωρ]] ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, [[εὐθέως]] μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.
|lstext='''συνακτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, [[ὕδωρ]] ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, [[εὐθέως]] μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνάγω]]<br />αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνακτός Medium diacritics: συνακτός Low diacritics: συνακτός Capitals: ΣΥΝΑΚΤΟΣ
Transliteration A: synaktós Transliteration B: synaktos Transliteration C: synaktos Beta Code: sunakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.