συναλλακτής: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναλλακτής''': -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, [[μεσίτης]], ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.
|lstext='''συναλλακτής''': -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, [[μεσίτης]], ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.
}}
{{grml
|mltxt=και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [[συναλλάσσω]]<br />ο [[μεσίτης]] που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [[συναλλάσσω]]<br />ο [[μεσίτης]] που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.
|mltxt=και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [[συναλλάσσω]]<br />ο [[μεσίτης]] που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλλακτής Medium diacritics: συναλλακτής Low diacritics: συναλλακτής Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΗΣ
Transliteration A: synallaktḗs Transliteration B: synallaktēs Transliteration C: synallaktis Beta Code: sunallakth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mediator, negotiator, Id.    II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.

Greek Monolingual

και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.

Greek Monolingual

και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.