συμφώνημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφώνημα''': τό, [[συμφωνία]], τὸ συμφωνηθέν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1130.
|lstext='''συμφώνημα''': τό, [[συμφωνία]], τὸ συμφωνηθέν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1130.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συμφωνῶ]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] αναγνώρισης, [[σημάδι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συμφωνῶ]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] αναγνώρισης, [[σημάδι]].
|mltxt=τὸ, Α [[συμφωνῶ]]<br /><b>1.</b> [[συμφωνία]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]] αναγνώρισης, [[σημάδι]].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφώνημα Medium diacritics: συμφώνημα Low diacritics: συμφώνημα Capitals: ΣΥΜΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: symphṓnēma Transliteration B: symphōnēma Transliteration C: symfonima Beta Code: sumfw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A agreement, PFlor.379.7 (ii A.D.), Sch.Th.7.33; watchword, token, Sch.E.Or.1130.

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνημα: τό, συμφωνία, τὸ συμφωνηθέν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1130.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμφωνῶ
1. συμφωνία
2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμφωνῶ
1. συμφωνία
2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.