φεραυγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui porte la lumière, lumineux.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[αὐγή]].
|btext=ής, ές :<br />qui porte la lumière, lumineux.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[αὐγή]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ, και [[φερεαυγής]] Α<br />αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (για τη [[μορφή]] του α' συνθετικού <b>βλ. λ.</b> [[φέρω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>φωτ</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φεραυγής Medium diacritics: φεραυγής Low diacritics: φεραυγής Capitals: ΦΕΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: pheraugḗs Transliteration B: pheraugēs Transliteration C: feravgis Beta Code: feraugh/s

English (LSJ)

ές,

   A bringing light, Nonn.D.38.81, al., PMag.Berol.2.92.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, Licht bringend, leuchtend; Nonn. D. 38, 81 u. öfter, u. a. Sp.; Suid. erkl. κατάλαμπρος.

Greek (Liddell-Scott)

φεραυγής: -ές, ὁ φέρων φῶς, Νόνν. Δ. 38. 81, κλπ., πρβλ. φερεαυγής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui porte la lumière, lumineux.
Étymologie: φέρω, αὐγή.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ, και φερεαυγής Α
αυτός που εκπέμπει φως («ἠελίοιο φεραυγέος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. κυαν-αυγής, φωτ-αυγής].