συνόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=détruire de fond en comble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνόλλυμαι périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὄλλυμι]].
|btext=détruire de fond en comble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνόλλυμαι périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὄλλυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜA<br /><b>μέσ.</b> <i>συνόλλυμαι</i><br />αφανίζομαι, καταστρέφομαι [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξολοθρεύω]], [[καταστρέφω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄλλυμι]] «[[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόλλῡμι Medium diacritics: συνόλλυμι Low diacritics: συνόλλυμι Capitals: ΣΥΝΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: synóllymi Transliteration B: synollymi Transliteration C: synollymi Beta Code: suno/llumi

English (LSJ)

   A destroy together, Bion 1.29 (divisim):—Med., perish along with, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ E.Hel.104.

German (Pape)

[Seite 1030] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνόλλῡμι: ὄλλυμι, καταστρέφω ὁμοῦ, ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Εὐρ. Ἑλ. 104.

French (Bailly abrégé)

détruire de fond en comble;
Moy. συνόλλυμαι périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὄλλυμι.

Greek Monolingual

ΜA
μέσ. συνόλλυμαι
αφανίζομαι, καταστρέφομαι μαζί με κάποιον
αρχ.
εξολοθρεύω, καταστρέφω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὄλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»].