τρίσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(6_19) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίσταθμος''': -ον, τριπλοῦς, [[τριπλάσιος]] τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458. | |lstext='''τρίσταθμος''': -ον, τριπλοῦς, [[τριπλάσιος]] τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[τριπλάσιος]] σε [[βάρος]] από άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] ή [[στάθμη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>σταθμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thrice the weight, Agatharch. 96.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσταθμος: -ον, τριπλοῦς, τριπλάσιος τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.
Greek Monolingual
-ον, Α
τριπλάσιος σε βάρος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ-σταθμος].