τυμπανοτερπής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_7) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυμπανοτερπής''': -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11. | |lstext='''τυμπανοτερπής''': -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τέρπομαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χορο</i>-<i>τερπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A delighting in drums, Orph.H.27.11.
Greek (Liddell-Scott)
τυμπανοτερπής: -ές, ἐπὶ τῆς Ρέας, ἡ τερπομένη εἰς τοὺς κρότους τῶν τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 11.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ως προσωνυμία της Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο-τερπής].