ὑδροφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_3) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑδροφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, [[φύλαξ]] ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν ὑδάτων, Πανδέκτ. | |lstext='''ὑδροφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ, [[φύλαξ]] ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν ὑδάτων, Πανδέκτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, ΜΑ<br />[[φύλακας]] ή [[επόπτης]] τών [[κοινών]] υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιμενο</i>-[[φύλαξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[φῠ], ᾰκος, ὁ,
A guard or inspector of aqueducts or irrigation-works, PLond.1.131r.205 (i A. D.), BGU621.6 (ii A. D.), Cod.Just.11.43.10.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν ὑδάτων, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
φύλακας ή επόπτης τών κοινών υδρευτικών ή αρδευτικών νερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. λιμενο-φύλαξ)].