ταβελλίων: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(6_22) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταβελλίων''': -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, [[συμβολαιογράφος]] ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17. | |lstext='''ταβελλίων''': -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, [[συμβολαιογράφος]] ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την [[ευθύνη]] για τη [[σύνταξη]] συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabellio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[συμβολαιογράφος]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ταβέλλα]])). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat.
A tabellio, PStrassb.1.15 (v A.D.), PMasp.121.30 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ταβελλίων: -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, συμβολαιογράφος ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, -iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)).