φιλοθήξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_12)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοθήξ''': θῆγος, ὁ, ἡ, [[συχνάκις]] ἀκονώμενος, Θεογνώστου Κανόνες σ. 40.
|lstext='''φῐλοθήξ''': θῆγος, ὁ, ἡ, [[συχνάκις]] ἀκονώμενος, Θεογνώστου Κανόνες σ. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-θῆγος, ὁ, ἡ, Μ<br />αυτός που [[συχνά]] ακονίζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θήξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] «[[οξύνω]], [[ακονίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>θήξ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοθήξ Medium diacritics: φιλοθήξ Low diacritics: φιλοθήξ Capitals: ΦΙΛΟΘΗΞ
Transliteration A: philothḗx Transliteration B: philothēx Transliteration C: filothiks Beta Code: filoqh/c

English (LSJ)

θῆγος, ὁ, ἡ,

   A often sharpened, Theognost.Can.40.

German (Pape)

[Seite 1280] wird von Theognost. angeführt, B. A. 1340.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοθήξ: θῆγος, ὁ, ἡ, συχνάκις ἀκονώμενος, Θεογνώστου Κανόνες σ. 40.

Greek Monolingual

-θῆγος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που συχνά ακονίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεο-θήξ].