ὑπόλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu mince, grêle.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]].
|btext=ος, ον :<br />un peu mince, grêle.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[λεπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[λεπτός]]<br />αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια [[μορφή]] λεπτότητας, ο [[κάπως]] [[λεπτός]] («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλεπτος Medium diacritics: ὑπόλεπτος Low diacritics: υπόλεπτος Capitals: ΥΠΟΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hypóleptos Transliteration B: hypoleptos Transliteration C: ypoleptos Beta Code: u(po/leptos

English (LSJ)

ον,

   A somewhat thin, ῥόος Aret.SD2.11, cf. Luc.Philops. 34, Ael.NA16.15.

German (Pape)

[Seite 1223] etwas dünn, sein, zart; Philostr. imagg. 2, 29; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλεπτος: -ον, ὀλίγον τι λεπτός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu mince, grêle.
Étymologie: ὑπό, λεπτός.

Greek Monolingual

-ον, Α λεπτός
αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.).