τεταμένως: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_6)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετᾰμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετ’ ἐντάσεως, [[τεταμένως]] καὶ συντόνως δρῶσαν καὶ διακονοῦσαν Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 499, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. σ. 6.
|lstext='''τετᾰμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετ’ ἐντάσεως, [[τεταμένως]] καὶ συντόνως δρῶσαν καὶ διακονοῦσαν Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 499, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. σ. 6.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[τεταμένος]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰμένως Medium diacritics: τεταμένως Low diacritics: τεταμένως Capitals: ΤΕΤΑΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tetaménōs Transliteration B: tetamenōs Transliteration C: tetamenos Beta Code: tetame/nws

English (LSJ)

Adv., (τείνω)

   A energetically, Sch.S.OC499, Eust. ad D.P.14.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετ’ ἐντάσεως, τεταμένως καὶ συντόνως δρῶσαν καὶ διακονοῦσαν Σχόλ. εἰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 499, Εὐστ. εἰς Διον. Περιηγ. σ. 6.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τεταμένος.