τρίπυργος: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_17)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπυργος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πύργους, Ἀρόη [[τρίπυργος]] ἔσσετ’ [[εὐδαίμων]] Χρησμ. Σιβ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 147, 37.
|lstext='''τρίπυργος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] πύργους, Ἀρόη [[τρίπυργος]] ἔσσετ’ [[εὐδαίμων]] Χρησμ. Σιβ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 147, 37.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πόλη]] ή [[περιοχή]]) αυτός που έχει [[τρεις]] πύργους («Ἀρόη [[τρίπυργος]]», Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύργος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>πυργος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπυργος Medium diacritics: τρίπυργος Low diacritics: τρίπυργος Capitals: ΤΡΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: trípyrgos Transliteration B: tripyrgos Transliteration C: tripyrgos Beta Code: tri/purgos

English (LSJ)

ον,

   A with three towers, Orac.Sib. inEM147.38.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπυργος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πύργους, Ἀρόη τρίπυργος ἔσσετ’ εὐδαίμων Χρησμ. Σιβ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 147, 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πόλη ή περιοχή) αυτός που έχει τρεις πύργους («Ἀρόη τρίπυργος», Μέγα Ετυμολογικόν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πύργος (πρβλ. τετρά-πυργος)].