σφρίγος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφρίγος''': [ῐ], τό, [[πλήρης]] [[ἰσχύς]], [[ἀκμή]], [[δύναμις]], σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6. | |lstext='''σφρίγος''': [ῐ], τό, [[πλήρης]] [[ἰσχύς]], [[ἀκμή]], [[δύναμις]], σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[σφρίγος]] ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α<br />[[ακμή]] σωματικής δύναμης, [[ευρωστία]], [[ζωηρότητα]] (α. «[[γεμάτος]] νεανικό [[σφρίγος]]» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>σφριγῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.
Greek (Liddell-Scott)
σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.
Greek Monolingual
το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].