υστερότοκος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(44) |
(No difference)
|
Revision as of 12:46, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑστερότοκος, -ον, ΝΜ
αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι
νεοελλ.
ο δευτερογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -τοκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. πρωτό-τοκος].