υστερότοκος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(44)
(No difference)

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑστερότοκος, -ον, ΝΜ
αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι
νεοελλ.
ο δευτερογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -τοκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. πρωτό-τοκος].