υστερότοκος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑστερότοκος, -ον, ΝΜ
αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι
νεοελλ.
ο δευτερογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -τοκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. πρωτότοκος].
-η, -ο / ὑστερότοκος, -ον, ΝΜ
αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι
νεοελλ.
ο δευτερογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -τοκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. πρωτότοκος].