δευτερογενής
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
δευτερογενές, produced later, τρίχες Antig.Mir. 109.
German (Pape)
[Seite 553] ές, zum zweiten, später entstehend, Antig. Caryst. 118.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερογενής: -ές, ὁ ὕστερον, βραδύτερον γεννώμενος ἢ γεννηθείς, Ἀντιγ. Καρ. 118.
Greek Monolingual
(AM δευτερογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε, έγινε ή γίνεται δεύτερος, μετά από κάποιον άλλο
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ως επακόλουθο κάποιου άλλου («δευτερογενή νοσήματα»)
2. «δευτερογενή φαινόμενα ή συμπτώματα» — αυτά τα οποία παρουσιάζονται όταν περάσει πλέον η οξεία μορφή μιας νόσου
3. «δευτερογενής αιώνας» — αυτός που ακολούθησε τον πρωτογενή αιώνα και αντιστοιχεί προς τον μεσοζωικό
4. «δευτερογενή στρώματα» — όσα σχηματίστηκαν κατά τον δευτερογενή, μεσοζωικό αιώνα.