σύρραγμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />conflit, choc.<br />'''Étymologie:''' [[συρρήγνυμι]].
|btext=ατος (τό) :<br />conflit, choc.<br />'''Étymologie:''' [[συρρήγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συρράσσω]]<br />[[σύγκρουση]], [[συμπλοκή]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρραγμα Medium diacritics: σύρραγμα Low diacritics: σύρραγμα Capitals: ΣΥΡΡΑΓΜΑ
Transliteration A: sýrragma Transliteration B: syrragma Transliteration C: syrragma Beta Code: su/rragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραγμα: τό, σύγκρουσις, Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conflit, choc.
Étymologie: συρρήγνυμι.

Greek Monolingual

τὸ, Α συρράσσω
σύγκρουση, συμπλοκή.