φοξίχειλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοξίχειλος''': [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, [[κύλιξ]] Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666. | |lstext='''φοξίχειλος''': [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, [[κύλιξ]] Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει [[στενά]] χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοξός]] «[[μυτερός]], [[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[χεῖλος]]. Η [[μορφή]] του τ. [[φοξίχειλος]] [[είναι]] δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή [[ανάγνωση]] του τ. [[είναι]] <i>φοξὴ [[χεῖλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A narrowing towards the lip, narrower at the brim than below, κύλιξ Semon.27.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, κύλιξ, Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.
Greek (Liddell-Scott)
φοξίχειλος: [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, κύλιξ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή του τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση του τ. είναι φοξὴ χεῖλος.