φρενιτικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(6_11)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρενιτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς [[εἶναι]] πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ [[τύπος]] phreneticus φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[δόκιμος]].
|lstext='''φρενιτῐκός''': -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς [[εἶναι]] πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ [[τύπος]] phreneticus φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ [[δόκιμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φρενιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φρενῑτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[φρενίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φρενιτικά</i><br />(ενν. <i>νοσήματα</i>) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες.
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενῑτῐκός Medium diacritics: φρενιτικός Low diacritics: φρενιτικός Capitals: ΦΡΕΝΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phrenitikós Transliteration B: phrenitikos Transliteration C: frenitikos Beta Code: frenitiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from φρενῖτις, Hp.Aph.4.72; τὰ φ. (sc. νοσήματα) Id.Epid.1.6, cf. Arr.Epict.2.15.3, Antyll. ap. Orib.9.22.3, Sor.2.1; φ. πυρετός Gal.17 (1).890:—φρενη [τικός] prob. in Phld.Mus.p.38K., cf. Lat. phreneticus.

German (Pape)

[Seite 1304] an der φρενῖτις leidend, wahnsinnig, dessen Gehirn vom Fieber entzündet ist; S. Emp. pyrrh. 2, 231; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φρενιτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς εἶναι πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ τύπος phreneticus φαίνεται ὅτι εἶναιδόκιμος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρενιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φρενῑτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις
2. αυτός που πάσχει από φρενίτιδα
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φρενιτικά
(ενν. νοσήματα) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες.