φαλαρίδα: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(44) |
(No difference)
|
Revision as of 12:47, 29 September 2017
Greek Monolingual
η / φαλαρίς, -ίδος, ΝΑ, και ιων. τ. φαληρίς Α
1. ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Fulica atra, ονομασία που οφείλεται στη φαλακρή κεφαλή του, αλλ. αίθα
2. βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρος / φάληρος «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς / -ίδα)].