χειρωνάκτης: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_19) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρωνάκτης''': -ου, ὁ, σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[χειρῶναξ]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -[[κτέω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435. | |lstext='''χειρωνάκτης''': -ου, ὁ, σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[χειρῶναξ]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -[[κτέω]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[χειρώνακτας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[χειρῶναξ]], -<i>ακτος</i>, σχηματισμένος [[κατά]] τη θεματική [[κλίση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = χειρῶναξ, Zonar.: -ακτέων (gen. pl.) is f.l. in Hp. Acut.44.
German (Pape)
[Seite 1348] ὁ, seltenere Form für χειρῶναξ, Hippocr. Davon
Greek (Liddell-Scott)
χειρωνάκτης: -ου, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ χειρῶναξ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 391, Διονύσ. Ἁλ. 6. 51· πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 181· - Ρῆμ. -κτέω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 435.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο χειρώνακτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του χειρῶναξ, -ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση].