οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(43) |
(No difference)
|
ο, Ν
1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος
2. υπάλληλος μικρής ηλικίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τυρανν-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].