φιλοσκωμμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_9) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοσκωμμοσύνη''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 161. | |lstext='''φῐλοσκωμμοσύνη''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, [[Πολυδ]]. Ε΄, 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλοσκώμμων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[αγάπη]] [[προς]] τα σκώμματα, η σκωπτική [[διάθεση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fondness for scoffing or jesting, Poll.5.161.
German (Pape)
[Seite 1285] ἡ, Neigung, Hang zum Spotten, Poll. 5, 161.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσκωμμοσύνη: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλοσκώμμων, -ονος]
η αγάπη προς τα σκώμματα, η σκωπτική διάθεση.