τριβούνος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(41)
(No difference)

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
άρχοντας
μσν.
(στο Βυζ.)
1. διοικητής τών ταγμάτων του στρατού ο οποίος υπαγόταν στον δρουγγάριο ή μοτράρχη
2. φρ. «τριβοῡνος τοῡ στάβλου» — ο διοικητής τών βασιλικών στάβλων
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη)
1. στρατιωτικός ή πολιτικός αξιωματούχος
2. φρ. α) «στρατιωτικοί τριβοῡνοι» — διοικητές του πεζικού
β) «τριβοῡνοι τοῡ δημοσίου ταμείου»
i) πιθ. αξιωματούχοι που συνέλεγαν τον φόρο και διένεμαν τον μισθό τών στρατιωτών στις φυλές
ii) (μετά το 168 π.Χ.) ιδιαίτερη τάξη, αμέσως κατώτερη από τους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tribunus «αρχηγός, ηγεμόνας»].