ὑπερασπιστής: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_19) |
(43) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερασπιστής''': -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα [[ὑπεράνω]] τινός, προστάτης, [[πρόμαχος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερασπιστής]]· [[φύλαξ]], βοηθός». | |lstext='''ὑπερασπιστής''': -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα [[ὑπεράνω]] τινός, προστάτης, [[πρόμαχος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὑπερασπιστής]]· [[φύλαξ]], βοηθός». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. υπερασπίστρια / [[ὑπερασπιστής]], θηλ. [[ὑπερασπίστρια]], ΝΜΑ [[ὑπερασπίζω]]<br />αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή [[κάτι]], [[προστάτης]] (α. «[[υπερασπιστής]] της πατρίδας» β. «[[κύριος]] [[ὑπερασπιστής]] τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κρατάει την [[ασπίδα]] προστατευτικά [[πάνω]] ή [[μπροστά]] από κάποιον, [[πρόμαχος]], αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ [[κέρας]] σωτηρίας μου», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who holds a shield over, protector, champion, ib.2,30, al., cf. Ph.1.374: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, LXX 4 Ma.15.29 (-ίστεια cod.A).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερασπιστής: -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα ὑπεράνω τινός, προστάτης, πρόμαχος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερασπιστής· φύλαξ, βοηθός».
Greek Monolingual
ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ ὑπερασπίζω
αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής της πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)
αρχ.
αυτός που κρατάει την ασπίδα προστατευτικά πάνω ή μπροστά από κάποιον, πρόμαχος, αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ κέρας σωτηρίας μου», ΠΔ).