φαλαγγιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(6_16)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰλαγγιόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ δηλητηριώδους φαλαγγίου, σφαλαγγουρίου, Διοσκ. 4. 52, 116.
|lstext='''φᾰλαγγιόδηκτος''': -ον, δηχθεὶς ὑπὸ δηλητηριώδους φαλαγγίου, σφαλαγγουρίου, Διοσκ. 4. 52, 116.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που τον έχει δαγκώσει [[φαλάγγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαλάγγιον]] «[[είδος]] αράχνης <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σκορπιό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγιόδηκτος Medium diacritics: φαλαγγιόδηκτος Low diacritics: φαλαγγιόδηκτος Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: phalangiódēktos Transliteration B: phalangiodēktos Transliteration C: falaggiodiktos Beta Code: falaggio/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A bitten by a venomous spider, Dsc.4.52, 115, Gal.14.180.

German (Pape)

[Seite 1252] von einer giftigen Spinne gebissen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγιόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ δηλητηριώδους φαλαγγίου, σφαλαγγουρίου, Διοσκ. 4. 52, 116.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που τον έχει δαγκώσει φαλάγγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό-δηκτος].