υαλουργός: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
(42)
(No difference)

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].