υαλοποιός

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
υαλουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + -ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].