χασμουρητό: Difference between revisions
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 12:48, 29 September 2017
Greek Monolingual
το, Ν
1. χάσμημα
2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].