φυλάκισσα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(6_10) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠλάκισσα''': ἡ, = τῷ προηγ. ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα Ἑβδ. (ᾎσμ. ᾈσμάτ. Αϳ, 6), Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδ. κ. Δοσικλ. Αϳ, σ. 18. | |lstext='''φῠλάκισσα''': ἡ, = τῷ προηγ. ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα Ἑβδ. (ᾎσμ. ᾈσμάτ. Αϳ, 6), Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδ. κ. Δοσικλ. Αϳ, σ. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φυλακίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, = foreg., LXXCa.1.6. -ιστής, οῦ, ὁ, Lat.
A phylacistes in Plaut.Aul. 3.5.44, gaoler, epith. of a harsh creditor. 2 = Lat. cuspator, Lyd. Mag.1.46.
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, = Vorigem, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλάκισσα: ἡ, = τῷ προηγ. ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα Ἑβδ. (ᾎσμ. ᾈσμάτ. Αϳ, 6), Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδ. κ. Δοσικλ. Αϳ, σ. 18.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φυλακίδα.