ταρσώδης: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(6_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταρσώδης''': Ἀττ. ταρρ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ταρσόν, πρὸς [[πλέγμα]] καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. [[ταρσώδης]] τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22. | |lstext='''ταρσώδης''': Ἀττ. ταρρ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ταρσόν, πρὸς [[πλέγμα]] καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. [[ταρσώδης]] τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. [[ταρρώδης]], -ῶδες, Α [[ταρσός]]<br />(για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με [[πλέγμα]], πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. ταρρ-, ες,
A like basket-work, matted, of roots, Thphr.HP6.7.4, 8.2.3; τῇ πλοκῇ ταρσώδεις (v.l. ταρσωταί) D.S.3.22.
German (Pape)
[Seite 1072] ες, att. ταῤῥώδης, von der Art od. dem Ansehen einer Darre od. Horde, wie eine Horde dicht in einander verflochten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταρσώδης: Ἀττ. ταρρ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ταρσόν, πρὸς πλέγμα καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. ταρσώδης τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ταρρώδης, -ῶδες, Α ταρσός
(για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με πλέγμα, πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.).