τρίενος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_15) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίενος''': -ον, ([[ἔνος]]) τριετής, γίνεσθαι δέ φασι τρίενόν τε χρήσιμον Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 66. | |lstext='''τρίενος''': -ον, ([[ἔνος]]) τριετής, γίνεσθαι δέ φασι τρίενόν τε χρήσιμον Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[τριετής]] («[[γίγνεσθαι]] δὲ φασι τρίενόν τε χρήσιμον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ενος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>en</i>- «[[έτος]]», <b>βλ. λ.</b> [[ἐνιαυτός]]), <b>πρβλ.</b> και [[ἔνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἔνος (A))
A within three years, Thphr.HP4.11.5; three-year-old, βοῦς Orac. in IGRom.4.360.32 (Pergam., ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1142] dreijährig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τρίενος: -ον, (ἔνος) τριετής, γίνεσθαι δέ φασι τρίενόν τε χρήσιμον Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 66.
Greek Monolingual
-ον, Α
τριετής («γίγνεσθαι δὲ φασι τρίενόν τε χρήσιμον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ενος (< IE en- «έτος», βλ. λ. ἐνιαυτός), πρβλ. και ἔνος.