συνεξίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4. | |lstext='''συνεξίσταμαι''': Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον. | |mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass.,
A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.
German (Pape)
[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
Greek Monolingual
Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.