ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(46) |
(No difference)
|
η, Ν
1. χαλασμός, καταστροφή
2. χάλασμα, γκρεμισμένο τμήμα σε τοίχο
3. φρ. «μού έκανε χαλάστρα» — μού χάλασε, μού ανέτρεψε τα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].