χαλάστρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(46)
(No difference)

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. χαλασμός, καταστροφή
2. χάλασμα, γκρεμισμένο τμήμα σε τοίχο
3. φρ. «μού έκανε χαλάστρα» — μού χάλασε, μού ανέτρεψε τα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ-α, αόρ. του χαλώ + κατάλ. -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].