τριχοφυής: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(6_8) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχοφυής''': -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς [[εἶναι]] ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = [[τριχομανές]], Appul. Barbar. Herb. 47. | |lstext='''τρῐχοφυής''': -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς [[εἶναι]] ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = [[τριχομανές]], Appul. Barbar. Herb. 47. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στην [[έκφυση]] τριχών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριχοφυές</i><br />το [[φυτό]] [[τριχομανές]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / -<i>ομαι</i>, μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κερατο</i>-<i>φυής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A growing or getting hair, Dsc.2.76.18: τριχοφυές, = τριχομανές, Apul. Herb.47 (interpol.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοφυής: -ές, ὁ συντελῶν πρὸς τριχοφυΐαν, «τὸ δὲ ἄρκειον δοκεῖν τριχοφυὲς εἶναι ἀλωπεκιῶν» Διοσκ. Β΄, 94, σ. 218, Kühn.· τὸ τρ. = τριχομανές, Appul. Barbar. Herb. 47.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών
2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές
το φυτό τριχομανές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -φυής (< φύω / -ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο-φυής].